- θάημα
- θάημα [θᾱ], ατος, τό, [dialect] Dor. forA
θέαμα (θήημα) , αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56
, cf. Aus.Ep.10.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θέαμα (θήημα) , αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56
, cf. Aus.Ep.10.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.